Δεν είναι καθόλου σπάνιο φαινόμενο στην ελληνική γλώσσα να έρχεσαι συχνά αντιμέτωπος με περιπτώσεις ομόηχων λέξεων, λέξεις δηλαδή που ακούγονται ίδιες ακουστικά ως προς την προφορά, ωστόσο εμφανίζουν διαφορετική μορφολογία, ετυμολογία και, συνεπώς, σημασιολογία(επί παραδείγματι ο «κάλος»-το «κάλλος», ο «ώμος»-«όμως»). Μία τέτοια περίπτωση είναι και το ζεύγος «βεντέτα»[1] και «βεντέτα»[2], περίπτωση σατανική μια και οι δύο λέξεις γράφονται ακριβώς το ίδιο, πρόκειται, όμως, για διαφορετικές λέξεις.
Στην πρώτη περίπτωση έχουμε να κάνουμε με τη λέξη «βεντέτα»[1] που έχει τη σημασία της εκδίκησης. Πρόκειται για το έθιμο που σε περίπτωση φόνου ή προσβολής της τιμής κάποιου ο αποδέκτης της προσβολής ή κάποιος συγγενής του θύματος έχει το ηθικό χρέος να ανταποδώσει την προσβολή με παρόμοια ή βαρύτερη αντίποινη πράξη κατά του δράστη ή συγγενικού του προσώπου. Κατ'επέκταση η λέξη αυτή έχει τη σημασία της έχθρας ανάμεσα σε δύο οικογένειες ή πλευρές(βλ. κρητική ή μανιάτικη βεντέτα). Αυτή η «βεντέτα» προέρχεται από το αντίστοιχο ιταλικό vendetta, που με τη σειρά του ανάγεται στο λατινικό θηλυκο ουσιαστικό vindicta, που σημαίνει τιμωρία, εκδίκηση, απαίτηση ανταπόδοσης. Συνεπώς, βάση της ετυμολογίας της, η προφορά της στα νέα ελληνικά είναι [vendétta].
Από την άλλη μεριά είναι διαφορετική περίπτωση η «βεντέτα»[2]. Η λέξη αυτή χρησιμοποιείται για να περιγράψει ένα πρόσωπο διάσημο λόγω των επιδοσεών του στον τομέα δράσης του, το οποίο συχνά έχει υπεροπτικές τάσεις και υπερεκτιμά τις ικανότητές του(βλ. τη φράση στην αργκό «το παίζει βεντέτα»). Αυτή η λέξη προέρχεται ετυμολογικά από το αντίστοιχο ιταλικο ουσιαστικό vedetta, που είναι παράλληλος εναλλακτικός τύπος του ουσιαστικού veletta, που σημαίνει υπερυψωμένος τόπος, το στρατιωτικό παρατηρητήριο, σκοπιά. Αυτοί οι ιταλικοί τύποι ανάγονται στο ισπανικό velar(παρατηρώ, φρουρώ), το οποίο προέρχεται από το λατινικό ρήμα vigilo, που σημαίνει ξενυχτώ, μένω άγρυπνος. Ως εκ τούτου η προφόρά αυτής της «βεντέτας» στα ελληνικά είναι [vedétta].
Εν κατακλείδι, τα νέα ελληνικά στην προκειμένη περίπτωση διαθέτουν δύο λέξεις που έχουν ίδιο τρόπο γραφής και σχεδόν ίδια προφορά με μια μικρή, σχεδόν ανεπαίσθητη, διαφορά στον τρόπο εκφοράς τους, διαφορά που γίνεται αντιληπτή από τον προσεκτικό φυσικό ομιλητή. Η διαφορά αυτή στην προφορά αιτιολογείται από την διαφορετική ετυμολογία των λέξεων, εξ'ου και το διαφορετικό τους περιεχόμενο. Σχηματικά:
[1] βεντέτα:[vendétta]=εκδίκηση, τιμωρία, αντίποινα
[2] βεντέτα:[vedétta]=διασημότητα
Remember to: follow in facebook/ instagram @epi_pantos
Σχόλια
Δημοσίευση σχολίου